tùba
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [ˈtuba]
1 σάλπιγγα (ανατομία)
2 σωλήνας (ανατομία)
3 νεοσύλλεκτος (αργκό στρατιωτών)
4 αυλός (ανατομία)
5 τούμπα (μουσικό όργανο)
6 σκληρό καπέλο
7 αγωγός (ανατομία)
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [ˈtuba]
1 σάλπιγγα (ανατομία)
2 σωλήνας (ανατομία)
3 νεοσύλλεκτος (αργκό στρατιωτών)
4 αυλός (ανατομία)
5 τούμπα (μουσικό όργανο)
6 σκληρό καπέλο
7 αγωγός (ανατομία)
permalink
tuba (θηλ.ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android