ItalianoGreco


uditóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [udiˈtore]

1 πρώτος βαθμός δικαστικού στην Ιταλία
2 εκκλησιαστικό δικαστικό αξίωμα της Sacra Ruota
3 ακροατής
4 μαθητής ή σπουδαστής που μπορεί να παρακολουθεί μαθήματα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---