ItalianoGreco


uguagliàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ugwaʎˈʎare]

εξομοιώνω

uguagliarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [ugwaʎˈʎarsi]

1 συγκρίνομαι
2 είμαι ίσος
3 αντιπαραβάλλομαι
4 εξισώνομαι
5 παραβάλλομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---