ùlulo
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈululo]
1 ουρλιαχτό
2 ρέκασμα
3 ολοφυρμός
4 στριγκλιά
5 ολολυγμός
6 ούρλιασμα
7 κρωγμός
8 σκούξιμο
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈululo]
1 ουρλιαχτό
2 ρέκασμα
3 ολοφυρμός
4 στριγκλιά
5 ολολυγμός
6 ούρλιασμα
7 κρωγμός
8 σκούξιμο
permalink
ululo (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android