ItalianoGreco


umàno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [uˈmano]

1 ανθρωπότητα
2 άνθρωποι
3 το ανθρώπινο

umàno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [uˈmano]

ανθρώπινος (-η, -ο)


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


essere umano = ο άνθρωπος



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---