ItalianoGreco


unanimìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [unaniˈmizmo]

1 ομοφροσύνη
2 ομοθυμία
3 ομοφωνία
4 σύμπτωση γνωμών
5 ταυτότητα απόψεων


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---