ùnico
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈuniko]
1 ένας και μόνος ξεχωριστός άνθρωπος
2 άνθρωπος που δεν έχει το ταίρι του
3 μοναδικό πρόσωπο
ùnico
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [ˈuniko]
μοναδικός (-ή, -ό)
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈuniko]
1 ένας και μόνος ξεχωριστός άνθρωπος
2 άνθρωπος που δεν έχει το ταίρι του
3 μοναδικό πρόσωπο
ùnico
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [ˈuniko]
μοναδικός (-ή, -ό)
permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα
figlio [αρσ.] unico = το μοναχοπαίδι, το μονοπαίδι || moneta [θηλ.] unica = ενιαίο νόμισμα || senso [αρσ.] unico = ο μονόδρομος
unico (ουσ αρσ )
unico (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android