ItalianoGreco


unìto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [uˈnito]

ενωμένος (-η, -ο)


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


in tinta unita = μονόχρωμος || Regno [αρσ.] Unito = Ηνωμένο Βασίλειο || Stati [αρσ. πλυθ.] Uniti d'America = οι Ηνωμένες Πολιτείες [f.] Αμερικής



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z