ItalianoGreco


uòvo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈwɔvo]

το αυγό


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


uova [θηλ. πλυθ.] strapazzate = η ομελέτα || uovo [αρσ.] alla coque = το μελάτο αυγό || uovo [αρσ.] all'occhio di bue [αρσ.] = το αυγό μάτι || uovo [αρσ.] fritto = το τηγανητό αυγό || uovo [αρσ.] sbattuto = το χτυπητό αυγό || uovo [αρσ.] sodo = το βραστό αυγό, το σγικτό αυγό



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---