ItalianoGreco


urlatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [urlaˈtore]

1 τραγουδιστής της ποπ που ουρλιάζει
2 φωνακλάς

urlatóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [urlaˈtore]

1 που ουρλιάζει
2 φωνασκών


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z