ItalianoGreco


usàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [uˈzato]

1 κοινό πράγμα
2 μεταχειρισμένο πράγμα

usàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [uˈzato]

μεταχειρισμένος (-η, -ο)


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


mercatino [αρσ.] dell'usato = η αγορά μεταχειρισμένων



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z