ItalianoGreco


usualità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [uzualiˈta]

1 πεζότητα
2 κανονικότητα
3 το συνηθισμένο
4 το σύνηθες
5 κοινοτοπία
6 καθημερινότητα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z