ItalianoGreco


usurpazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [uzurpatˈtsjone]

1 οικειοποίηση
2 παράχρηση
3 υπεξαίρεση
4 ιδιοποίηση
5 αρπαγή
6 ενθυλάκωση
7 καταπάτηση
8 νοσφισμός
9 σφετερισμός
10 αντιποίηση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z