ItalianoGreco


vademècum  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [vadeˈmɛkum]

1 εγχειρίδιο
2 κάτι που γίνεται συνήθως
3 βιβλίο αναφοράς
4 εγκόλπιο


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---