ItalianoGreco


vagliatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [vaʎʎaˈtura]

1 εξέταση λεπτομερειακή
2 αποκοσκινίδι
3 κοσκίνισμα
4 πέρασμα από κόσκινο


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---