ItalianoGreco


vanèsio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [vaˈnɛzjo]

δανδής

vanèsio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [vaˈnɛzjo]

1 κομψομανής
2 πομπώδης
3 φαντασμένος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---