ItalianoGreco


vanitóso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [vaniˈtoso], [vaniˈtozo]

κενόδοξος άνθρωπος

vanitóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [vaniˈtoso], [vaniˈtozo]

κενόδοξος (-η, -ο), καυχησιάρης (-ης, -ες), ματαιόδοξος (-η, -ο)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---