ItalianoGreco


varietà  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [varjeˈta]

1 επιθεώρηση (θεατρική)
2 βαριετέ

varietà  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [varjeˈta]

η ποικιλία


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z