ItalianoGreco


vasectomìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [vazektoˈmia]

1 αγγειεκτομή σπερματικού πόρου
2 αγγειεκτομή
3 εκτομή σπερματικού πόρου


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---