ItalianoGreco


vedovìle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [vedoˈvile]

κληρονομιά συζύγου

vedovìle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [vedoˈvile]

1 χηρευάμενος
2 στερημένος (πολύτιμου πράγματος)
3 χηρεμένος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---