veleggiàre
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο
Προσφορά I.P.A.: [veledˈʤare]
1 πλέω
2 κάνω ιστιοπλοΐα
3 ανεμοπορώ
4 ταξιδεύω με ιστιοφόρο
5 ιστιοπορώ
6 γλιστρώ (κινούμαι απαλά-με χάρη)
7 ιστιοδρομώ
8 γλιστρώ (πλέω)
9 γλιστρώ (πετώ)
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο
Προσφορά I.P.A.: [veledˈʤare]
1 πλέω
2 κάνω ιστιοπλοΐα
3 ανεμοπορώ
4 ταξιδεύω με ιστιοφόρο
5 ιστιοπορώ
6 γλιστρώ (κινούμαι απαλά-με χάρη)
7 ιστιοδρομώ
8 γλιστρώ (πλέω)
9 γλιστρώ (πετώ)
permalink
veleggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android