ItalianoGreco


veleggiàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [veledˈʤare]

1 πλέω
2 κάνω ιστιοπλοΐα
3 ανεμοπορώ
4 ταξιδεύω με ιστιοφόρο
5 ιστιοπορώ
6 γλιστρώ (κινούμαι απαλά-με χάρη)
7 ιστιοδρομώ
8 γλιστρώ (πλέω)
9 γλιστρώ (πετώ)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---