ItalianoGreco


vellùto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [velˈluto]

το βελούδο


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


velluto [αρσ.] a coste = το βελούδο κοτλέ



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---