Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ιταλοελληνικό›vèntola

ItalianoGreco

Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό

vèntola  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈvɛntola]

1 συσκευή λιχνίσματος
2 βεντάλια για αναρρίπιση της φωτιάς


permalink
‹ vento
ventosa ›



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ventisette (αρσ. επίθ και ουσ)
ventisettesimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
ventitré ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
ventitreesimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
vento (ουσ αρσ )
ventola (θηλ.ουσ)
ventosa (θηλ.ουσ)
ventosità (θηλ.ουσ)
ventoso (αρσ. επίθ και ουσ)
ventottesimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
ventotto ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
ventrale (αρσ. επίθ και ουσ)
ventre (ουσ αρσ )
ventresca (θηλ.ουσ)
ventricolare (επίθ.)
ventricolo (ουσ αρσ )
ventriera (θηλ.ουσ)
ventriglio (ουσ αρσ )
ventriloquio (ουσ αρσ )
ventriloquo (ουσ αρσ )



Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti