ItalianoGreco


verbalìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [verbaˈlizmo]

1 μεγαλοστομία
2 στόμφος
3 ρητορισμός
4 βερμπαλισμός
5 λογοκοπία


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---