ItalianoGreco


verderàme  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,verdeˈrame]

1 πράσινο της πατίνας του χαλκού
2 σκουριά του χαλκού

verderàme  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [,verdeˈrame]

ο με χρώμα σκουριάς του χαλκού


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---