ItalianoGreco


vezzeggiatìvo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [vettsedʤaˈtivo]

1 θωπευτικός
2 χαὶδευτικό όνομα
3 χαὶδευτικός
4 στοργικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---