vilipèndio
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [viliˈpɛndjo]
1 σπίλωση
2 χλευασμός
3 ατιμασμός
4 λασπολογία
5 κηλίδωση
6 περιφρόνηση
7 απέχθεια
8 καταφρόνηση
9 αποστροφή και αηδία
10 περίγελος
11 καταφρόνια
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [viliˈpɛndjo]
1 σπίλωση
2 χλευασμός
3 ατιμασμός
4 λασπολογία
5 κηλίδωση
6 περιφρόνηση
7 απέχθεια
8 καταφρόνηση
9 αποστροφή και αηδία
10 περίγελος
11 καταφρόνια
permalink
vilipendio (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android