ItalianoGreco


vincitóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [vinʧiˈtore]

ο νικιτής, η νικήτρια

vincitóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [vinʧiˈtore]

1 τροπαιοφόρος
2 δαφνοστεφάνωτος
3 νικητήριος
4 κερδίζων
5 αθλοφόρος
6 νικηφόρος
7 θριαμβευτής


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---