ItalianoGreco


vìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈvino]

το κρασί


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


un bicchiere [αρσ.] di vino = ένα ποτήρι κρασί || vino [αρσ.] non resinato = το αρετσίνωτο κρασί || vino [αρσ.] resinato = η ρετσίνα



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---