virilità
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [viriliˈta]
1 ανδρικότητα
2 ικανότητα (σεξουαλική)
3 αντρική ηλικία
4 σεξουαλική ικανότητα άντρα
5 ενηλικιότητα
6 ανδροπρέπεια
7 αρρενοπρέπεια
8 ανδρισμός
9 αρρενωπότητα
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [viriliˈta]
1 ανδρικότητα
2 ικανότητα (σεξουαλική)
3 αντρική ηλικία
4 σεξουαλική ικανότητα άντρα
5 ενηλικιότητα
6 ανδροπρέπεια
7 αρρενοπρέπεια
8 ανδρισμός
9 αρρενωπότητα
permalink
virilità (θηλ.ουσ)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android