virulènto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [viruˈlɛnto]
1 φαρμακερός
2 μολυσματικός
3 μιασματικός
4 παθογόνος
5 λοιμογόνος
6 κακοήθης
7 άκρως τοξικός
8 δηκτικός
9 ιογόνος
10 λοιμώδης
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [viruˈlɛnto]
1 φαρμακερός
2 μολυσματικός
3 μιασματικός
4 παθογόνος
5 λοιμογόνος
6 κακοήθης
7 άκρως τοξικός
8 δηκτικός
9 ιογόνος
10 λοιμώδης
permalink
virulento (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android