ItalianoGreco


virulènto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [viruˈlɛnto]

1 φαρμακερός
2 μολυσματικός
3 μιασματικός
4 παθογόνος
5 λοιμογόνος
6 κακοήθης
7 άκρως τοξικός
8 δηκτικός
9 ιογόνος
10 λοιμώδης


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z