vistóso
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [visˈtoso], [visˈtozo]
1 τεράστιος
2 ντυμένος με χτυπητά χρώματα
3 κτυπητός
4 εντυπωσιακός
5 κακόγουστα επιδεικτικός
6 στολισμένος επιδεικτικά
7 επιδεικτικός
8 φανταχτερός
9 φιγουράτος
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [visˈtoso], [visˈtozo]
1 τεράστιος
2 ντυμένος με χτυπητά χρώματα
3 κτυπητός
4 εντυπωσιακός
5 κακόγουστα επιδεικτικός
6 στολισμένος επιδεικτικά
7 επιδεικτικός
8 φανταχτερός
9 φιγουράτος
permalink
vistoso (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android