ItalianoGreco


vitìccio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [viˈtitʧo]

1 ψαλίδα κλήματος
2 έλικας κλήματος
3 ελικοειδής βλαστός
4 λεπτό σπειροειδές όργανο


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z