ItalianoGreco


vituperatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [vituperaˈtore]

1 προσβλητικός
2 υβριστικός
3 υβρίζων
4 δυσφημιστής
5 λασπολόγος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z