ItalianoGreco


vòlto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈvɔlto]

1 ήρεμη έκφραση
2 έκφραση προσώπου
3 όψη
4 μορφή
5 πρόσωπο

vòlto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈvɔlto]

1 αφοσιωμένος
2 στραμμένος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z