ItalianoGreco


vòmere  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈvɔmere]

1 οστό κάτω από ηθμοειδή περιοχή
2 οστό ρινικού διαφράγματος
3 αλετροπόδα
4 ρινικό διάφραγμα
5 ύνις
6 αλετροπόδι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z