ItalianoGreco


vuòto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈvwɔto]

το κενό

vuòto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈvwɔto]

άδειος (-α, -ο), κενός (-ή, -ό)


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


assegno [αρσ.] a vuoto = η ακάλυπτη επιταγή || vuoto [αρσ.] d'aria = το κενό αέρος



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---