Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


zènzero  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈdzɛndzero]

1 πιπερόριζα
2 ζιγγίβερ το φαρμακευτικό Zingiber officinale
3 ζιγγιβέρι (αρωματική ρίζα)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  zenitale zeolite  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

zelota (ουσ αρσ και θηλ.)
zen (αρσ. επίθ και ουσ)
zendado (ουσ αρσ )
zenit (ουσ αρσ )
zenitale (επίθ.)
zenzero (ουσ αρσ )
zeolite (θηλ.ουσ)
zeolitico (επίθ.)
zeolitizzazione (θηλ.ουσ)
zeppa (θηλ.ουσ)
zeppelin (ουσ αρσ )
zeppo (ουσ αρσ )
zeppo (επίθ.)
zerbino (ουσ αρσ )
zerbinotto (ουσ αρσ )
zeriba (θηλ.ουσ)
zero (ουσ αρσ )
zero (επίθ.)
zeta (ουσ αρσ και θηλ.)
zeugma (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---