Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


zincàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [tsinˈkato], [dzinˈkato]

άλας ή εστέρας του ψευδαργύρου

zincàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [tsinˈkato], [dzinˈkato]

1 γαλβανισμένος
2 επιψευδαργυρωμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  zincare zincatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

zimbellata (θηλ.ουσ)
zimbello (ουσ αρσ )
zimologia (θηλ.ουσ)
zinale (ουσ αρσ )
zincare (ρ. μτβ.)
zincato (ουσ αρσ )
zincato (επίθ.)
zincatura (θηλ.ουσ)
zincite (θηλ.ουσ)
zinco (ουσ αρσ )
zincografia (θηλ.ουσ)
zincografico (επίθ.)
zincografo (ουσ αρσ )
zincotipia (θηλ.ουσ)
zincotipista (ουσ αρσ και θηλ.)
zingaresca (θηλ.ουσ)
zingaresco (ουσ αρσ )
zingaresco (επίθ.)
zingaro (ουσ αρσ )
zinna (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---