Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


zòccolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtsɔkkolo]

1 (calzatura) το τσόκαρο
2 (di cavallo) η οπλή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  zoccolio zodiacale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

zoccolare (ρ.αμτβ.)
zoccolata (θηλ.ουσ)
zoccolatura (θηλ.ουσ)
zoccolino (ουσ αρσ )
zoccolio (ουσ αρσ )
zoccolo (ουσ αρσ )
zodiacale (επίθ.)
zodiaco (ουσ αρσ )
zoidiofilia (θηλ.ουσ)
zoidiofilo (επίθ.)
zolfanello (ουσ αρσ )
zolfara (θηλ.ουσ)
zolfare (ρ. μτβ.)
zolfatara (θηλ.ουσ)
zolfo (ουσ αρσ )
zolla (θηλ.ουσ)
zolletta (θηλ.ουσ)
zona (θηλ.ουσ)
zonale (επίθ.)
zonatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---