Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


zoom  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈdzum]

φακός μεταβλητής εστίας (ζουμ)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  zoologo zoometria  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

zoografia (θηλ.ουσ)
zoolatria (θηλ.ουσ)
zoologia (θηλ.ουσ)
zoologico (επίθ.)
zoologo (ουσ αρσ )
zoom (ουσ αρσ )
zoometria (θηλ.ουσ)
zoonosi (θηλ.ουσ)
zooplancton (ουσ αρσ )
zoopsia (θηλ.ουσ)
zoospora (θηλ.ουσ)
zootecnia (θηλ.ουσ)
zootecnico (ουσ αρσ )
zootecnico (επίθ.)
zootoca (θηλ.ουσ)
zootomia (θηλ.ουσ)
zoppaggine (θηλ.ουσ)
zoppia (θηλ.ουσ)
zoppicante (επίθ.)
zoppicare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---