Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

alimentàrsi (ρ. μ. αμτβ.) allargàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
alimentàrio (επίθ.) allargàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
alimentarìsta (ουσ αρσ και θηλ.) allargatóre (ουσ αρσ )
alimentatóre (αρσ. επίθ και ουσ) allargatùra (θηλ.ουσ)
alimentazióne (θηλ.ουσ) allarmànte (επίθ.)
aliménto (ουσ αρσ ) allarmàre (ρ. μτβ.)
alìnea (ουσ αρσ ) allarmàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
alìpede (αρσ. επίθ και ουσ) allàrme (ουσ αρσ )
alìquota (θηλ.ουσ) allarmìsmo (ουσ αρσ )
aliscàfo (ουσ αρσ ) allarmìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
alisèi (ουσ αρσ πληθ.) allarmìstico (επίθ.)
alitàre (ρ.αμτβ.) allàto (επίρ.)
àlito (ουσ αρσ ) allattaménto (ουσ αρσ )
alitòsi (θηλ.ουσ) allattàre (ρ. μτβ.)
alizarìna (θηλ.ουσ) allèa (θηλ.ουσ)
àlla (έναρθ. πρόθ.) alleànza (θηλ.ουσ)
allacciaménto (ουσ αρσ ) alleàre (ρ. μτβ.)
allacciàre (ρ. μτβ.) alleàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
allacciatùra (θηλ.ουσ) alleàto (ουσ αρσ )
allagaménto (ουσ αρσ ) alleàto (επίθ.)
allagàre (ρ. μτβ.) allegaménto (ουσ αρσ )
allagàrsi (ρ. μ. αμτβ.) allegàre (ρ. μτβ.)
allampanàto (επίθ.) allegàto (ουσ αρσ )
allappàre (ρ. μτβ.) allegàto (επίθ.)
allargaménto (ουσ αρσ ) allegazióne (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: