Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bàzzica (θηλ.ουσ) beccatùra (θηλ.ουσ)
bazzicàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) beccheggiàre (ρ.αμτβ.)
bazzòtto (επίθ.) beccheggiàta (θηλ.ουσ)
beànte (επίθ.) becchéggio (ουσ αρσ )
beàre (ρ. μτβ.) beccherìa (θηλ.ουσ)
beàrsi (ρ. μ. αμτβ.) becchettàre (ρ. μτβ.)
beataménte (επίρ.) becchettarsi (ρ.μ. (αντων.))
beatificàre (ρ. μτβ.) becchìme (ουσ αρσ )
beatificazióne (θηλ.ουσ) becchìno (ουσ αρσ )
beatìfico (επίθ.) bécco (ουσ αρσ )
beatitùdine (θηλ.ουσ) beccùccio (ουσ αρσ )
beàto (αρσ. επίθ και ουσ) bécero, bècero (αρσ. επίθ και ουσ)
beautycase (ουσ αρσ ) becerùme (ουσ αρσ )
bebè (ουσ αρσ ) becher (ουσ αρσ )
beccàccia (θηλ.ουσ) bedàno (ουσ αρσ )
beccaccìno (ουσ αρσ ) beduìna (θηλ.ουσ)
beccafìco (ουσ αρσ ) beduìno (ουσ αρσ )
beccàio (ουσ αρσ ) befàna (θηλ.ουσ)
beccamòrti (ουσ αρσ ) bèffa (θηλ.ουσ)
beccàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) beffàrdo (αρσ. επίθ και ουσ)
beccàrsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.) beffàre (ρ. μτβ.)
beccastrìno (ουσ αρσ ) beffàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
beccàta (θηλ.ουσ) beffatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
beccatèllo (ουσ αρσ ) beffeggiaménto (ουσ αρσ )
beccatóio (ουσ αρσ ) beffeggiàre (ρ. μτβ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: