Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

etichettatrìce (θηλ.ουσ) etnìa (θηλ.ουσ)
etichettatùra (θηλ.ουσ) ètnico (αρσ. επίθ και ουσ)
eticità (θηλ.ουσ) etnografìa (θηλ.ουσ)
ètico (ουσ αρσ ) etnogràfico (επίθ.)
ètico (επίθ.) etnògrafo (ουσ αρσ )
etilàre (ρ. μτβ.) etnologìa (θηλ.ουσ)
etìle (ουσ αρσ ) etnològico (επίθ.)
etilène (ουσ αρσ ) etnòlogo (ουσ αρσ )
etìlico (επίθ.) etòlico (αρσ. επίθ και ουσ)
etilìsmo (ουσ αρσ ) etologìa (θηλ.ουσ)
ètimo (ουσ αρσ ) etològico (επίθ.)
etimologìa (θηλ.ουσ) etòlogo (ουσ αρσ )
etimològico (επίθ.) etrùsco (ουσ αρσ )
etimologìsta (ουσ αρσ και θηλ.) etrùsco (επίθ.)
etimologizzàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) etruscologìa (θηλ.ουσ)
etimòlogo (ουσ αρσ ) etruscòlogo (ουσ αρσ )
etiologìa (θηλ.ουσ) ettacòrdo (ουσ αρσ )
etiològico (επίθ.) ettaèdro (ουσ αρσ )
etìope (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) ettagonàle (επίθ.)
Etiòpia (κύρ.όν. θηλ.) ettàgono (ουσ αρσ )
etiòpico (ουσ αρσ ) ettàgono (επίθ.)
etiòpico (επίθ.) èttaro (ουσ αρσ )
etisìa (θηλ.ουσ) ètte (ουσ αρσ )
etmoidàle (επίθ.) ètto (ουσ αρσ )
etmòide (αρσ. επίθ και ουσ) ettogràmmo (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: