Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gommòsi (θηλ.ουσ) gongolàre (ρ.αμτβ.)
gommosità (θηλ.ουσ) gongorìsmo (ουσ αρσ )
gommóso (επίθ.) goniometrìa (θηλ.ουσ)
Gomòrra (κύρ.όν. θηλ.) goniomètrico (επίθ.)
gònade (θηλ.ουσ) goniòmetro (ουσ αρσ )
gonadotropìna (θηλ.ουσ) gònna, gónna (θηλ.ουσ)
góndola (θηλ.ουσ) gonnèlla (θηλ.ουσ)
gondolière (ουσ αρσ ) gonnellìno (ουσ αρσ )
gonfalóne (ουσ αρσ ) gonocòcco (ουσ αρσ )
gonfalonière (ουσ αρσ ) gonorrèa (θηλ.ουσ)
gonfiàggine (θηλ.ουσ) gonorròico (αρσ. επίθ και ουσ)
gonfiàggio (ουσ αρσ ) gónzo (αρσ. επίθ και ουσ)
gonfiagióne (θηλ.ουσ) gòra (θηλ.ουσ)
gonfiaménto (ουσ αρσ ) górbia (θηλ.ουσ)
gonfiàre (ρ.αμτβ.) gordiàno (επίθ.)
gonfiàre (ρ. μτβ.) gorgheggiaménto (ουσ αρσ )
gonfiàrsi (ρ. μ. αμτβ.) gorgheggiàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
gonfiàto (αρσ. επίθ και ουσ) gorgheggiatóre (ουσ αρσ )
gonfiatóio (ουσ αρσ ) gorghéggio (ουσ αρσ )
gonfiatùra (θηλ.ουσ) gòrgia (θηλ.ουσ)
gonfiézza (θηλ.ουσ) gorgièra (θηλ.ουσ)
gónfio (επίθ.) górgo (ουσ αρσ )
gonfióre (ουσ αρσ ) gorgogliàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
gòng (ουσ αρσ ) gorgogliatóre (ουσ αρσ )
gongolànte (επίθ.) gorgóglio (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: