Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

avéna (θηλ.ουσ) avioriméssa (θηλ.ουσ)
avènte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) aviotrasportàre (ρ. μτβ.)
avére (ουσ αρσ ) aviotrasportàto (επίθ.)
avére (ρ. μτβ.) aviotraspòrto (ουσ αρσ )
avèrla (θηλ.ουσ) avitaminòsi (θηλ.ουσ)
avèrno (ουσ αρσ ) avìto (επίθ.)
aviàrio (ουσ αρσ ) àvo (ουσ αρσ )
aviàrio (επίθ.) avocàdo (ουσ αρσ )
aviatóre (ουσ αρσ ) avocàre (ρ. μτβ.)
aviatòrio (επίθ.) avocazióne (θηλ.ουσ)
aviatrìce (θηλ.ουσ) avòrio (αρσ. επίθ και ουσ)
aviazióne (θηλ.ουσ) avulsióne (θηλ.ουσ)
avìcolo (επίθ.) avvalérsi (ρ. μ. αμτβ.)
avicoltóre (ουσ αρσ ) avvallaménto (ουσ αρσ )
avicoltùra (θηλ.ουσ) avvallàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
avidità (θηλ.ουσ) avvallatùra (θηλ.ουσ)
àvido (επίθ.) avvaloraménto (ουσ αρσ )
avière (ουσ αρσ ) avvaloràre (ρ. μτβ.)
avifàuna (θηλ.ουσ) avvaloràrsi (ρ. μ. αμτβ.)
àvio (επίθ.) avvampaménto (ουσ αρσ )
aviogètto (ουσ αρσ ) avvampàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
aviolanciàre (ρ. μτβ.) avvantaggiàre (ρ. μτβ.)
aviolàncio (ουσ αρσ ) avvantaggiàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
aviolìnea (θηλ.ουσ) avvedérsi (ρ. μ. αμτβ.)
avioradùno (ουσ αρσ ) avvedutézza (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: