Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

calcestrùzzo (ουσ αρσ ) calcogràfico (επίθ.)
calcétto (ουσ αρσ ) calcògrafo (ουσ αρσ )
calciàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) càlcola (θηλ.ουσ)
calciatóre (ουσ αρσ ) calcolàbile (επίθ.)
càlcico (επίθ.) calcolàre (ρ. μτβ.)
Calcìdica (θηλ.ουσ) calcolatóre (ουσ αρσ )
calcificàre (ρ. μτβ.) calcolatóre (επίθ.)
calcificarsi (ρ.μ. (αντων.)) calcolatrìce (θηλ.ουσ)
calcificazióne (θηλ.ουσ) calcolitografìa (θηλ.ουσ)
calcimetrìa (θηλ.ουσ) càlcolo (ουσ αρσ )
calcìmetro (ουσ αρσ ) calcolòsi (θηλ.ουσ)
calcìna (θηλ.ουσ) calcolóso (αρσ. επίθ και ουσ)
calcinàccio (ουσ αρσ ) calcomanìa (θηλ.ουσ)
calcinàio (ουσ αρσ ) calcopirìte (θηλ.ουσ)
calcinàre (ρ. μτβ.) calcotipìa (θηλ.ουσ)
calcinatùra (θηλ.ουσ) caldàia (θηλ.ουσ)
calcinazióne (θηλ.ουσ) caldàio (ουσ αρσ )
calcinóso (επίθ.) caldalléssa (θηλ.ουσ)
càlcio (ουσ αρσ ) caldaménte (επίρ.)
càlcio–balìlla (ουσ αρσ ) caldàna (θηλ.ουσ)
calciocianamìde (θηλ.ουσ) caldarròsta (θηλ.ουσ)
calcìstico (επίθ.) caldeggiàre (ρ. μτβ.)
calcìte (θηλ.ουσ) caldèo (αρσ. επίθ και ουσ)
càlco (ουσ αρσ ) caldèra (θηλ.ουσ)
calcografìa (θηλ.ουσ) calderàio (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: