Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

comatóso (επίθ.) combustìbile (ουσ αρσ )
cómba (θηλ.ουσ) combustìbile (επίθ.)
combaciaménto (ουσ αρσ ) combustibilità (θηλ.ουσ)
combaciàre (ρ.αμτβ.) combustióne (θηλ.ουσ)
combattènte (ουσ αρσ και θηλ.) combùsto (επίθ.)
combattènte (επίθ.) combutta (θηλ.ουσ)
combattentìstico (επίθ.) cóme (ουσ αρσ )
combàttere (ρ. μτβ. και αμετβ.) cóme (σύνδ.)
combàttersi (ρ. μ. αμτβ.) cóme (επίρ.)
combattiménto (ουσ αρσ ) comecché (σύνδ.)
combattività (θηλ.ουσ) comedóne, comédone (ουσ αρσ )
combattìvo (επίθ.) coménto (ουσ αρσ )
combattùto (επίθ.) cométa (θηλ.ουσ)
combinàbile (επίθ.) comfort (ουσ αρσ πληθ.)
combinàre (ρ.αμτβ.) còmica (θηλ.ουσ)
combinàre (ρ. μτβ.) comicità (θηλ.ουσ)
combinàrsi (ρ. μ. αμτβ.) comicizzàre (ρ. μτβ.)
combinàta (θηλ.ουσ) còmico (ουσ αρσ )
combinatóre (αρσ. επίθ και ουσ) còmico (επίθ.)
combinatòrio (επίθ.) comìgnolo (ουσ αρσ )
combinazióne (θηλ.ουσ) cominciaménto (ουσ αρσ )
combine (θηλ.ουσ) cominciàre (ρ. μτβ.)
combrìccola (θηλ.ουσ) comìno (ουσ αρσ )
comburènte (ουσ αρσ ) comitàle (επίθ.)
comburènte (επίθ.) comitàto (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: