Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tacitaménte (επίρ.) tagliàndo (ουσ αρσ )
tacitàre (ρ. μτβ.) tagliapàsta (ουσ αρσ )
tacitiàno (επίθ.) tagliapiètre (ουσ αρσ )
tàcito (επίθ.) tagliaradìci (ουσ αρσ )
taciturnità (θηλ.ουσ) tagliàre (ρ.αμτβ.)
tacitùrno (επίθ.) tagliàre (ρ. μτβ.)
tackle (ουσ αρσ ) tagliarsi (ρ.μ. (αντων.))
Taddèo (κύρ.όν. αρσ.) tagliaréte (ουσ αρσ )
tafanàrio (ουσ αρσ ) tagliasìgari (ουσ αρσ )
tafàno (ουσ αρσ ) tagliastràcci (θηλ.ουσ)
tafferùglio (ουσ αρσ ) tagliàta (θηλ.ουσ)
tàffete (επιφ.) tagliatèlle (θηλ. ουσ πληθ.)
taffettà (ουσ αρσ ) tagliàto (επίθ.)
tafofobìa (θηλ.ουσ) tagliatóre (ουσ αρσ )
tàglia (θηλ.ουσ) tagliatrìce (θηλ.ουσ)
tagliabórse (ουσ αρσ ) tagliatùra (θηλ.ουσ)
tagliabòschi (ουσ αρσ ) tagliaùnghie (ουσ αρσ )
tagliacàrte (θηλ.ουσ) tagliauòva (ουσ αρσ )
tagliaèrba (ουσ αρσ ) tagliavétro (ουσ αρσ )
tagliafiàmma (ουσ αρσ ) taglieggiàre (ρ. μτβ.)
tagliafièno (ουσ αρσ ) tagliènte (ουσ αρσ )
tagliafìli (ουσ αρσ ) tagliènte (επίθ.)
tagliafuòco (ουσ αρσ ) taglière (ουσ αρσ )
taglialégna (ουσ αρσ ) taglierìna (θηλ.ουσ)
tagliamàre (ουσ αρσ ) taglierìni (ουσ αρσ πληθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: