Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

agrùme (ουσ αρσ ) aiutàre (ρ. μτβ.)
agruméto (ουσ αρσ ) aiutàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
agrùmi (ουσ αρσ πληθ.) aiùto (ουσ αρσ )
agrumìcolo (επίθ.) aiùto (επιφ.)
agrumicoltóre (ουσ αρσ ) aizzaménto (ουσ αρσ )
agrumicoltùra (θηλ.ουσ) aizzàre (ρ. μτβ.)
agucchiàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) aizzatóre (ουσ αρσ )
agùglia (θηλ.ουσ) al (έναρθ. πρόθ.)
agugliòtto (ουσ αρσ ) àla (θηλ.ουσ)
aguzzaménto (ουσ αρσ ) alabastrìno (επίθ.)
aguzzàre (ρ. μτβ.) alabàstro (ουσ αρσ )
aguzzìno (ουσ αρσ ) àlacre, alàcre (επίθ.)
agùzzo (επίθ.) alacreménte (επίρ.)
ahimè (επιφ.) alacrità (θηλ.ουσ)
àia (θηλ.ουσ) alàggio (ουσ αρσ )
AIDS (ακρ.) alamàro (ουσ αρσ )
àio (ουσ αρσ ) alambìcco (ουσ αρσ )
aiòla (θηλ.ουσ) alàno (ουσ αρσ )
airbag (ουσ αρσ ) alàre (ουσ αρσ )
àire (ουσ αρσ ) alàre (επίθ.)
airóne (ουσ αρσ ) alàre (ρ. μτβ.)
aìta (θηλ.ουσ) alàto (ουσ αρσ )
aitànte (επίθ.) alàto (επίθ.)
aiuòla (θηλ.ουσ) àlba (θηλ.ουσ)
aiutànte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) albagìa (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: